Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η έδρα της Ιστορίας

См. также в других словарях:

  • έδρα — η 1. αυτό όπου κάθεται κανείς, κάθισμα, θρόνος, σκαμνί, καρέκλα, πολυθρόνα. 2. κάθισμα πάνω σε βάθρο με γραφείο μπροστά ή με αναλόγιο ή με τραπέζι σαν βήμα, η καθέδρα: Έδρα καθηγητή, δικαστή, προέδρου. 3. μτφ., θέση ή αξίωμα καθηγητή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινστιτούτο της Γαλλίας — Ονομασία με την οποία ανασυστάθηκαν οι γαλλικές ακαδημίες, οι οποίες καταργήθηκαν το 1793. Τη διάρθρωσή του καθόρισε ένας νόμος της 3ης Μπριμέρ του έτους 1v (25 Οκτωβρίου 1795). To Ι. τηςΓ. αριθμούσε 312 μέλη, που κατανέμονταν σε τρεις τομείς:… …   Dictionary of Greek

  • Κουζέν, Βικτόρ — (Victor Cousin, Παρίσι 1792 – Κάνες 1867). Γάλλος φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Φοίτησε στο λύκειο Καρλομάγνου και στην École Normale. Πολύ γρήγορα διακρίθηκε για το ζωηρό ενδιαφέρον του σχετικά με τα φιλοσοφικά προβλήματα της εποχής του …   Dictionary of Greek

  • Λέβι-Μπριλ, Λισιέν — (Lucien Lévy Bruhl, Παρίσι 1857 – 1939). Γάλλος κοινωνιολόγος, στοχαστής και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην École Normale και δίδαξε σε διάφορα λύκεια και αργότερα στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης, όπου κατείχε την έδρα της ιστορίας της φιλοσοφίας.… …   Dictionary of Greek

  • Κρέμος, Γεώργιος — (1839 – 1926). Ιστορικός και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε με κρατική υποτροφία στη Γερμανία, όπου ασχολήθηκε με τη μελέτη ιστορικών και γεωγραφικών κειμένων. Όταν ολοκλήρωσε τον κύκλο των… …   Dictionary of Greek

  • Μπασελάρ, Γκαστόν — (Gaston Bachelard, 1884 – 1962). Γάλλος φιλόσοφος, επιστημολόγος. Σπούδασε μαθηματικά, φυσική και φιλοσοφία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν, από το 1930 έως το 1940, και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, από το 1940 έως το 1954, στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Γιερός, Χαράλαμπος — (Γωνιά Αρτάκης 1887 – Αθήνα 1975). Ιστορικός της φιλοσοφίας. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, της Λειψίας και της Περούτζια. Εργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη μέση εκπαίδευση και έφτασε στον βαθμό του… …   Dictionary of Greek

  • Έσεν, Σεργκέι — (Ιστ Σιζσόλκ [σημερινό Σοτσέτιφκαρ] 1887 – Λοτζ, Πολωνία 1950). Ρώσος παιδαγωγός. Το 1904 τον συνέλαβαν και τον υπέβαλαν σε βαριές σχολικές τιμωρίες, γιατί πήρε μέρος σε επαναστατικές σπουδαστικές κινήσεις· συμπλήρωσε αργότερα τις πανεπιστημιακές …   Dictionary of Greek

  • Γαλίτης, Γεώργιος — (Βόλος 1926 –). Θεολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη θεολογική και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Μάρμπουργκ, Βόνης και Μάιντς της Γερμανίας. Σταδιοδρόμησε στα πανεπιστήμια Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιγάς, Μαρίνος — (Αθήνα 1906 – 1985). Ιστορικός και κριτικός τέχνης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ιστορία της τέχνης στη Γερμανία και αισθητική στο Παρίσι. Διετέλεσε επιμελητής στην έδρα της ιστορίας της τέχνης του Eθνικού Mετσόβιου Πολυτεχνείου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»